ηχολόγημα

ηχολόγημα
το, -ατος
η παραγωγή ήχων, αντίλαλος, αχολόγημα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ηχολόγημα — το παραγωγή ήχων, αντήχηση, αντίλαλος, αχολόγημα, ηχολόι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηχολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο] …   Dictionary of Greek

  • ηχολόι — και αχολόι, το 1. ηχολόγημα 2. ήχοι με ρυθμό και διάρκεια, επομ. άσμα, τραγούδι («αρμονικό κι ολόγλυκο αχολόι», Κρυστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηχός (ή αχός*) + λόι (< λόγιον < λόγος), πρβλ. συγγενο λόι, αρχοντο λόι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”